- συροπέρδιξ
- σῠροπέρδιξ, ῑκος, ὁ,A = Σύρος πέρδιξ, Damascus or desert partridge, Ammoperdix heyi, Ael.NA16.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συροπέρδιξ — ικος, ὁ, Α συριακή πέρδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σύρος + πέρδιξ] … Dictionary of Greek